περιδέρω

περιδέρω
περιδέρω,
A dissect off all round,

τὸ δέρμα Gal.2.691

:—[voice] Pass., to be flayed, Antyll. ap. Orib.50.2.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιδέρω — Α γδέρνω γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δέρω «γδέρνω»] …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • περιδορά — ἡ, ΜΑ [περιδέρω] η αφαίρεση τού δέρματος από όλες τις μεριές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”